Τετάρτη 27 Ιουλίου 2016

Τα (τε)τριμμένα

Η γραβιέρα Τήνου κι οι πράσινες ελιές θα είναι η φετινή μου καταδίκη. Σε κιλά! Αλλά δεν με νοιάζει. Έχω πάψει προ πολλού να υποτάσσομαι στην "δικτατορία των κιλών". Όμως, με αφορμή κάποια περίπτωση Ελληνίδας δημοσιογράφου που ήρθε πάλι στη δημοσιότητα αυτές τις μέρες, θα σας πω μια μικρή ιστορία. Θα σας πω πώς ξεκίνησα να έχω μπελάδες με την "δικτατορία των κιλών". Γύρω στα 20 μου χρόνια, ήμουν 50 κιλά με 1,65 μ. ύψος. Ήμουν αδύνατη προς κανονική. Ήταν καλοκαίρι και με μια ξαδέρφη μου, κλασική κοκαλιάρα παιδιόθεν, πήγαμε στο Δήλεσι στο εξοχικό ενός θείου μου. Στη θάλασσα, άρχισα να ακούω διάφορα από συγγενείς και φίλους. "Πώς είσαι έτσι, δεν κοιτάς την Π που είναι αδύνατη", προφανώς ήταν αστεία, αθώα πειράγματα, δεν ξέρω, αλλά εγώ στράβωσα με το σώμα μου. Μετά από λίγο καιρό ξεκίνησα μια εξωφρενική δίαιτα που με έφερε στα 40 κιλά και το σώμα μου σε έκτακτη ανάγκη. Μου πήρε 3-4 μήνες να δω το φως κι αληθινό κι αυτό χάρη στην επέμβαση των γονιών μου. Αλλά από εκεί και πέρα άρχισε μια κακή σχέση με τα κιλά που αυξομειώνονταν συνέχεια, εγώ δεν έβρισκα την ηρεμία μου, το βάρος μου μού έγινε έμμονη ιδέα για χρόνια, μέχρι που μια ωραία πρωία, κουρασμένη πια, τα έστειλα όλα στο διάολο κι είπα δεν ασχολούμαι άλλο πια. Και παραδόξως τα πράγματα ισορρόπησαν. Ηρέμησα εγώ, ηρέμησε και το σώμα μου. Πού θέλω να καταλήξω. Οι οπαδοί της "δικτατορίας των κιλών", προσέξτε καλά πού απευθύνετε τις βολές σας. Δεν ξέρετε πώς θα αντιδράσει ο άλλος.

Πάλι πίσω στη γραβιέρα Τήνου. Την θεωρώ μακράν, την καλύτερη ελληνική γραβιέρα, την πιο ευρωπαϊκή, την πιο chic, την πιο νόστιμη, την ιδανικότερη. Φέτος διαπίστωσα ότι σιγά σιγά, ξεκινώντας από το κλασικό τέταρτο του κιλού που αγόραζα έχω φτάσει στο σημείο να αγοράζω μισό κιλό τη φορά! Δεν θα αργήσει η μέρα που θα πάω και θα ζητήσω όλο το κεφάλι!!!
Απλά την λατρεύω.


Όπως λάτρεψα κι αυτήν την ομελέτα-φριτάτα που έφτιαξα με την συγκεκριμένη γραβιέρα. Μια ομελέτα όπου όλα τα υλικά είναι τριμμένα- εκτός βέβαια από τα αυγά που είναι χτυπημένα!

Όσο την αφήνεις και κρυώνει, τόσο πιο ωραία γίνεται, μάλιστα κομμένη σε μικρά κομμάτια μπορεί να την πάρει κανείς μαζί του σε πικ νικ για παράδειγμα!

Φριτάτα με πατάτα τριμμένη και γραβιέρα Τήνου




Υλικά για 2-4 άτομα

2 μεσαίου μεγέθους πατάτες ή μία μεγάλη
1 λευκό κρεμμύδι
1 σκελίδα σκόρδο
100 γρ γραβιέρα Τήνου
4 μεγάλα αυγά
ελαιόλαδο
αλάτι
πιπέρι


Καθαρίζουμε και τρίβουμε στον χοντρό τρίφτη την πατάτα. Στύβουμε την τριμμένη πατάτα για να φύγουν όσο το δυνατόν περισσότερα υγρά. Στον ίδιο τρίφτη τρίβουμε το κρεμμύδι.
Σε ψιλό τρίφτη τρίβουμε το σκόρδο -ή το ψιλοκόβουμε.
Ανακατώνουμε σε ένα μπολ τα τρία υλικά.

Προθερμαίνουμε τον φούρνο στους 150 βαθμούς.


Σε ένα τηγάνι που μπαίνει στον φούρνο ρίχνουμε λίγο ελαιόλαδο και το βάζουμε πάνω σε μέτρια φωτιά. Ρίχνουμε τα τρία υλικά, σοτάρουμε για λίγο και ρίχνουμε λίγο αλάτι. Με μια ξύλινη σπάτουλα βοηθάμε τα υλικά να απλωθούν ομοιόμορφα στο τηγάνι. Σκεπάζουμε το τηγάνι κι αφήνουμε να μαγειρευτούν για 5-6 λεπτά. Ρίχνουμε πότε πότε καμιά ματιά κι ανακατώνουμε ελαφρώς.

Εν τω μεταξύ τρίβουμε και το τυρί. Χτυπάμε τα αυγά  και ρίχνουμε σε αυτά το τυρί.

Ρίχνουμε τα αυγά στο τηγάνι ενώ με ένα πιρούνι "ανοίγουμε" χώρο στην πατάτα έτσι ώστε το μείγμα αυγά-τυρί να πάει παντού. Πιπερώνουμε και φουρνίζουμε την ομελέτα. Ψήνουμε για 15 λεπτά μέχρι να πάρει ένα όμορφο χρυσό-καφέ χρώμα. Ξεφουρνίζουμε, την αφήνουμε να ηρεμήσει και την βγάζουμε από το τηγάνι.




Εννοείται ότι η όλη διαδικασία μπορεί να γίνει και στο μάτι της κουζίνας, εκτός φούρνου. Χρησιμοποιούμε αντικολλητικό τηγάνι σε αυτήν την περίπτωση.

Σερβίρεται με μια κρύα μπύρα. Γιατί όχι μπύρα ΝΉΣΟΣ που κατάγεται κι αυτή από την Τήνο!




Παρασκευή 22 Ιουλίου 2016

O Mark κι εγώ.

Ο κος. Μαρκ δεν είναι άλλος από τον Mark Bittman του οποίου τις συνταγές έμαθα να αγαπώ μέσα από τις ηλεκτρονικές σελίδες της New York Times. Ήμουν φανατική- ηλεκτρονική- αναγνώστρια του αμερικάνικου γαστρονομικού περιοδικού Saveur μέχρι που άλλαξε διεύθυνση (έγινε κάπως χίπστερ, αν ήθελα κάτι ανάλογο φίλοι συντάκτες του Saveur, θα ξεφύλλιζα το απίστευτα βαρετό food section του kinfolk, ευχαριστώ) και το site έγινε βαρύ κι ασήκωτο-ακόμα και τώρα δεν φορτώνει εύκολα. Για να κρατήσω επαφή με τα γαστρονομικά από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, άρχισα να επισκέπτομαι blog, τα οποία ήταν ακόμα πιο βαρετά κι από το kinfolk, βαρέθηκα μέχρι και blog με ιστορία και παράδοση (εντάξει κορίτσια κι αγόρια, το εμπεδώσαμε ότι είστε ευτυχισμένοι. αλλά κάτι θεολογικά, φιλοσοφικά επιπέδου Κοέλιο ή πολύ προσωπικά τι τα θέλετε;). Έτσι άρχισα να παρακολουθώ το section Food / Wine της ΝΥΤ κι ενθουσιάστηκα, μέχρι και τις κριτικές για τα εστιατόρια της Νέας Υόρκης διάβαζα, αλλά κάποτε συνειδητοποίησα ότι ήταν χαμένος κόπος- το ταξίδι στο Μεγάλο Μήλο είχε γίνει εν τω μεταξύ όνειρο θερινής νυχτός. Αλλά δεν ήταν καθόλου χαμένος κόπος να ανακαλύπτω τις συνταγές που πρότεινε το γαστρονομικό τιμ της εφημερίδας! Και κάπου εκεί άρχισα να παρακολουθώ τις συνταγές του κου. Bittman, κι ειλικρινά ό,τι έχω δοκιμάσει είναι απλό, εύκολο και κυρίως εκπληκτικό! Αυτό είναι που μου αρέσει στις συνταγές της συγκεκριμένης εφημερίδας. Ωραίες, απλές χωρίς εξεζητημένα στοιχεία, εύκολες και με τον τρόπο τους μοναδικές.

Πού ήθελα να καταλήξω (γιατί στο τέλος από την πολυλογία θα γίνω πιο βαρετή κι από το kinfolk). Ότι ο κος. Bittman δεν γράφει πια για την ΝΥΤ -νομίζω από πέρσι- αλλά ευτυχώς οι συνταγές του εμφανίζονται συχνά πυκνά στη σελίδα της εφημερίδας για φαγητό στο facebook. Τις προάλλες έκανε την εμφάνιση του μια συνταγή του για banana bread με καρύδα τη στιγμή ακριβώς που 3 μπανάνες έπνεαν τα λοίσθια κι εμείς θα φεύγαμε για λίγες μέρες.

Μου άρεσε πάρα πολύ η ιδέα να συνδυάσω μπανάνα και καρύδα, μου αρέσουν έτσι κι αλλιώς τα κέικ τύπου bread. Αποφάσισα να το φτιάξω κάνοντας την εξής σημαντική αλλαγή: Αντί για βούτυρο χρησιμοποίησα ελαιόλαδο. Κι επίσης πρόσθεσα λίγη μαγειρική σόδα. Α, και δεν έβαλα καρύδια γιατί βαριόμουν να σπάσω μερικά (είμαι από εκείνους που δεν αγοράζουν έτοιμο σπασμένο καρύδι...αλλά κατά τ'άλλα βαριέμαι να το σπάσω...το άσπαστο...!!!)

Το αποτέλεσμα ήταν το ωραιότερο, το πιο νόστιμο, το πιο ιδανικό σε υφή banana bread που έχω φτιάξει. Το πήρα μαζί μου σε 8ωρο ταξιδι με πλοίο και μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό μας δεν είχε μείνει ψίχουλο!

Το έφτιαξα πάλι προχθές. ΔΕΝ ΤΟ ΧΟΡΤΑΙΝΩ!

Banana bread με καρύδα (ελαφρώς πειραγμένη συνταγή του Mark Bittman)



Για ορθογώνιο ταψί διαστάσεων 10 x 20 εκ.

100 γρ ελαιόλαδο
2 μεγάλες και πολύ ώριμες μπανάνες (ή 3 μεσαίου μεγέθους)
1 1/2 φλιτζάνι αλεύρι για όλες τις χρήσεις
1/2 φλιτζάνι αλεύρι ολικής αλέσεως
3/4 φλιτζάνι ζάχαρη
1 κουταλάκι γλυκού baking powder
1/2 κουταλάκι γλυκού μαγειρική σόδα
1 πρέζα αλάτι
2 μεγάλα αυγά
1 κουταλάκι εκχύλισμα βανίλιας
2/3 φλιτζάνι καρύδα

Προθερμαίνουμε τον φούρνο στους 180 βαθμούς.

Λαδώνουμε καλά το ταψί κι αν θέλουμε το ντύνουμε με αντικολλητικό χαρτί (βοηθά)

Λιώνουμε πολύ καλά τις μπανάνες.

Ανακατώνουμε όλα τα στεγνά υλικά μαζί. Αλεύρι, καρύδα, baking powder, σόδα, αλάτι αλλά όχι τη ζάχαρη. Την ζάχαρη θα την βάλουμε σε άλλο μεγάλο μπολ με το ελαιόλαδο και θα χτυπήσουμε με αβγοδάρτη για λίγα λεπτά. Προσθέτουμε τα αυγά και συνεχίζουμε για λίγο το χτύπημα. Προσθέτουμε τις μπανάνες και το εκχύλισμα βανίλιας. Ανακατώνουμε για λίγο και προσθέτουμε τα στεγνά υλικά. Ανακατεύουμε με μια σπάτουλα για να ομογενοποιηθεί το μείγμα. Το ρίχνουμε στο ταψί και ψήνουμε για 50 λεπτά περίπου. Τα κέικ τύπου bread πάντα αργούν να ψηθούν. Προσοχή μην μας πάρει κατά τη διάρκεια του ψησίματος. Μόλις πάρει χρώμα σκεπάζουμε με αλουμινόχαρτο. Με τη βοήθεια ενός μαχαιριού τσεκάρουμε να δούμε αν έχει ψηθεί και στο εσωτερικό. Λόγω της μπανάνας το μαχαίρι δεν θα βγαίνει ολοκάθαρο, οπότε προσοχή μην παραψηθεί.

Βγάζουμε από το φούρνο κι αφήνουμε να κρυώσει λίγο πριν το βγάλουμε από το ταψί.





Τα άλλα banana bread της Crispy:
εδώ
κι εδώ


ΥΓ: 'Νταξ οι φωτό είναι επιεικώς άθλιες. Αλλά πάλι καλά, γιατί από την άλλη θα κινδύνευα να με προσλάβει το kinfolk!!!

Α, και κάτι άσχετο. Μήπως γίνεται να σταματήσουμε να βάζουμε μπροστά στα ονόματα ξένων εφημερίδων άρθρα εκτός από εκείνο του θηλυκού γένους (Η εφημερίδα); Βλέπετε, θεωρώ ότι δεν είμαστε υποχρεωμένοι να ξέρουμε σε τι γένος αντιστοιχούν τα ουσιαστικά που χρησιμοποιούνται στις ονομασίες ξένων εφημερίδων. Η Γκάρντιαν, Η Βελτ, Η Κορριέρε κοκ μια χαρά ακούγεται κι αχ, βαχ, σας παρακαλώ αφήστε ήσυχο τον άμοιρο τον Γκάρντιαν!! #kati_dika_mou

ΥΓ2: Κι αν όλα πάνε καλά (ας πούμε, δεν μου κάνει μήνυση το kinfolk) θα σας αποκαλύψω κάποτε μια συνταγή του Mark, επιτομή της απλότητας , της γρηγοράδας και της νοστιμιάς εννοείται!

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2016

Τρώμε καλά (;)

Τις προάλλες ήμουν στο λεωφορείο όρθια, πίσω από τον οδηγό ο οποίος είχε πιάσει κουβέντα με έναν φίλο του που βρισκόταν δίπλα του. Ο οδηγός έλεγε στο φίλο του ότι ο αδερφός του είχε πάει στα Χανιά κι είχε βρεθεί μπροστά στο φρικτό θέαμα να βλέπει Έλληνες να τρώνε, όλο κι όλο (άκουσον, άκουσον), μια χωριάτικη σαλάτα μοιρασμένη στα δύο!! Βέβαια το "ζουμί" της συζήτησης ήταν για το πώς μας έχει καταντήσει η κρίση, εμάς τους Έλληνες τους κιμπάρηδες, τους big spenders, τους...καλοφαγάδες που αν δεν παραγγείλουμε όλο το μενού δεν σταματάμε, που θεωρούμε ύψιστο χρέος όταν στρωνόμαστε στο τραπέζι να το γεμίσουμε με πιάτα που στο τέλος θα μείνουν ανέγγιχτα. "Άντε πάλι τα ίδια" σκέφτηκα, "άντε πάλι με τον Έλληνα που θεωρείται καλοφαγάς επειδή τρώει τον αγλέουρα". Είπα να επέμβω και να πω κάτι του στυλ "και τι έγινε που έτρωγαν μια σαλάτα στα δύο, τόσο ήθελαν ή τόσο είχαν να πληρώσουν, τόσο έφαγαν", αλλά δίπλα μου βρισκόταν μια 60άρα ρατσίστρια που είχε ξεχάσει να πλύνει την μασέλα της εν τω μεταξύ, κι ωρυόταν κι έβριζε τις γυναίκες πρόσφυγες που περνάνε "ζωή και κότα" στο Ελληνικό και δεν μαζεύουν τα σκουπίδια παρά γυρνούν οι σουρλουλούδες στολισμένες και μακιγιαρισμένες (;) πάνω κάτω την παραλιακή! Κι είχε κίνηση. Πολλή κίνηση.

Λοιπόν, επειδή τρώμε πολύ, και καμαρώνουμε που παραγγέλνουμε ό,τι έχει και δεν έχει το εστιατόριο- κι ας μην τα φάμε, ας δει η διπλανή παρέα πόσο large είμαστε κι ας σκάσει αυτή από τη ζήλια της κι εμείς από το φαγητό- αυτό, αγαπητοί αναγνώστες, ΔΕΝ σημαίνει ότι είμαστε καλοφαγάδες. Πολυφαγάδες ναι. Επιπόλαιοι ναι. Αλλά η πολυφαγία δεν είναι ένδειξη, ούτε καν απόδειξη για κάποιον ότι είναι καλοφαγάς, ότι είναι γκουρμέ, ψαγμένος γαστρονομικά, ότι το φαγητό είναι πολιτισμός γι'αυτόν, ότι έχει γαστρονομική παιδεία, ανοιχτό ουρανίσκο. Και φυσικά για να το κλείσει ο "Έλλην καλοφαγάς" το τσιμπούσι, παραγγέλνει παγωμένη μπύρα σε παγωμένο ποτήρι (γιατί αν η μπύρα δεν έχει γίνει σορμπέ δεν πίνεται, σύμφωνα πάντα με τον Έλληνα καλοφαγά) και κρασί μόνο χύμα γιατί το πίνουμε με το λίτρο- και ρίχνουμε λίγη κόκα κόλα στο κρασί να'ουμ, για την χώνεψη! Μάλιστα.

Λοιπόν, για να μην πολυλογώ και γνωρίζοντας ότι έχω αφήσει μέτωπο ανοιχτό, προχωρώ στο φαγητό της σημερινής ανάρτησης.





Οι μακαρονοσαλάτες είναι ιδανικές για τα ζεστά βράδια του αθηναϊκού καλοκαιριού. Έφτιαξα αυτήν που ακολουθεί, ψήνοντας πρώτα τα δύο λαχανικά που χρησιμοποίησα, τοματίνια και κόκκινες πιπεριές και το ψήσιμο αυτό έδωσε στην σαλάτα μια ιδιαίτερη γεύση που ενισχύθηκε με την παρουσιά ελιών.

Μακαρονοσαλάτα με ψημένα τοματίνια και κόκκινες πιπεριές.



Για 4 άτομα

300 γρ ζυμαρικά τύπου κοχυλάκια
250 γρ τοματίνια
3 μεγάλες πιπεριές Φλωρίνης
2 σκελίδες σκόρδο κομμένες σε λεπτές φέτες
λίγο θυμάρι, ρίγανη, δεντρολίβανο
2 μπάλες μοτσαρέλα
10-15 ελιές (μαύρες /ή/και πράσινες)
ελαιόλαδο
αλάτι
πιπέρι
λίγα φύλλα βασιλικού

Βράζουμε τα ζυμαρικά αυστηρά al dente σε αλατισμένο νερό, τα στραγγίζουμε και τα βάζουμε σε ένα μπολ ανακατεύοντας τα  με λίγο ελαιόλαδο. Τα αφήνουμε να κρυώσουν

Κόβουμε τα τοματίνια στα δύο. Πλένουμε, σκουπίζουμε τις πιπεριές και τις κόβουμε σε μικρά κομμάτια. Σε ένα ρηχό ταψί απλώνουμε αντικολλητικό χαρτί. Βάζουμε τα τοματίνια με τις πιπεριές, τα αρωματικά, αλάτι, πιπέρι, λάδι κι ανακατώνουμε με τα χέρια. Ψήνουμε για μισή ώρα περίπου στους 200 βαθμούς. Προσέχουμε να μαλακώσουν καλά τα λαχανικά αλλά όχι να μαυρίσουν. Τα βγάζουμε από το φούρνο όταν είναι έτοιμα και τα αφήνουμε να κρυώσουν. Τη μισή ποσότητα από τα ψημένα λαχανικά την περνάμε από το μπλέντερ μέχρι να γίνει κρεμώδης.

Εν τω μεταξύ, βγάζουμε το κουκούτσι από τις ελιές και τις κόβουμε στα δύο. Μπορούμε να διαλέξουμε ό,τι είδος ελιά μας αρέσει περισσότερο.

Ρίχνουμε στα ζυμαρικά το μείγμα τοματίνια-πιπεριές που έχουμε περάσει από το μπλέντερ. Ανακατώνουμε. Προσθέτουμε τα υπόλοιπα λαχανικά, τις ελιές και την μοτσαρέλα που θα έχουμε κόψει σε κύβους. Σερβίρουμε ρίχνοντας λίγο φρέσκο ελαιόλαδο και φύλλα βασιλικού από πάνω.





Απολαμβάνουμε με ένα ελληνικό ροζέ. Εμείς προτιμήσαμε την υπέροχη ΙΕΡΕΙΑ του οινοποιείου Μποσινάκη.

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2016

Μια γκουρμέ ιστορία στη μέση του Αιγαίου που κρατά χρόνια

Πάνε χρόνια που είχα επισκεφτεί για πρώτη φορά την πανέμορφη Αστυπάλαια, και θυμάμαι ότι το πρώτο πράγμα που ρώτησα την κα. Καίτη, την ρουματζού -όπως τις λέγαμε χαϊδευτικά τότε τις κυρίες που νοίκιαζαν δωμάτια!-, ποια ήταν τα καλύτερα μέρη στο νησί για φαγητό. "Α", μου απάντησε, "θα πας όπου πάνε κι οι Ιταλοί!". Σάστισα με την απρόσμενη απάντηση της, την κοίταξα παραξενεμένη κι έμεινα να αναρωτιέμαι αν υπήρχαν Ιταλοί στο νησί! Υπήρχαν ευτυχώς, κι άφθονοι. Πήρα στο κατόπι παρέες Ιταλών και γρήγορα διαπίστωσα ότι η συντριπτική πλειοψηφία μαζευόταν στο εστιατόριο του "Οργανάκη". Ανέβηκα κι εγώ -ξοπίσω από τους Ιταλούς- τα σκαλιά του συγκεκριμένου εστιατορίου, έκατσα, έφαγα κι απόλαυσα ένα από τα ωραιότερα κατσικάκια στο φούρνο που έχω φάει ποτέ στη ζωή μου, μαγειρεμένο από μια γλυκύτατη κυρία και σερβιρισμένο από τον εξίσου γλυκό σύζυγο της. Επικό, όπως μόνο στη μέση του Αιγαίου ξέρουν να το φτιάχνουν! Από εκείνη την πρώτη φορά -αλλά και την επόμενη χρονιά που ξαναπήγα στο νησί- έτρωγα μόνο εκεί. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το ζεύγος Οργανάκη. Έχω φάει κάτι παραπάνω από εξαιρετικά κι εκεί ήταν η μοναδική φορά που έφαγα στη ζωή μου αστακομακαρονάδα κι είχα την τιμή μάλιστα να διαλέξω η ίδια τα δύσμοιρα οστρακοειδή που θα απολάμβανα λίγο αργότερα!



Από τότε πέρασαν αρκετά χρόνια αλλά η προτροπή της κας. Καίτη δεν ξεχάστηκε, μάλιστα έχει γίνει η σταθερή μέθοδος αναζήτησης καλού εστιατορίου όλα αυτά τα χρόνια. Κι είναι αλάνθαστη. Φαντάζομαι ότι η συντριπτική πλειοψηφία όσων διαβάζουν αυτή τη στιγμή την ανάρτηση θα χασκογελούν και θα λένε "Μα τι βλακείες λέει αυτή η Crispy, θα την έχει πειράξει η ζέστη προφανώς. Και στο κάτω κάτω ποιος τρώει καλύτερα από τον Έλληνα; Ε;". Έχετε τις αντιρρήσεις σας προφανώς, μα κι εγώ τις δικές μου, τις οποίες θα αναπτύξω στην επόμενη ανάρτηση.




Πέρασαν -δυστυχώς*- αρκετά χρόνια μέχρι να επισκεφτώ ξανά την Αστυπάλαια. Η ταβέρνα του "Οργανάκη" είχε κλείσει πια αλλά δεν άργησα να ανακαλύψω πού πήγαιναν οι Ιταλοί για φαγητό! Στην ήσυχη παραλία του Σχοινόντα, εκεί που τερματίζει το λεωφορείο που έρχεται από τη Χώρα, υπάρχει ένα εστιατόριο, η "Αστυφαγιά" . Εκεί μαζεύονται Ιταλοί, Έλληνες, Κύπριοι και λοιποί καλοφαγάδες κι έχουμε πολλές και καλές αφορμές.

Μεράκι σε όλα. Από την κατσαρόλα και το τηγάνι μέχρι το ισορροπημένο μενού, από τις λεπτομέρειες που συνθέτουν έναν όμορφο χώρο κι η θάλασσα δίπλα, στα 3 μέτρα, συνταγές αστυπαλίτικες με άλλη ματιά, αλλά και υλικά ντόπια να πρωταγωνιστούν σε πιο κλασικές συνταγές, κρέας από τις γυμνές πλαγιές του νησιού, ψάρι από την θάλασσα που τυλίγει το δαντελωτό νησί.

Μια μέρα ήρθε ένα ζευγάρι Ιταλών που προηγουμένως είχα δει στην παραλία. Αφού έκατσαν, ήρθε στο τραπέζι τους η κακαβιά που είχαν παραγγείλει, η κατσαρόλα και μια πιατέλα με τα ψάρια. Κι ένα μπουκάλι κρασί. Κι άρχισαν να τρώνε. Κι έμεινα να τους κοιτάζω πόσο απολάμβαναν την λαχταριστή πηχτή σούπα με το λευκό κρασί τους. Και φώναξα τον Θανάση τον ιδιοκτήτη και του ζήτησα λεπτομέρειες και μου είπε "περίμενε", μου έφερε δείγμα, δοκίμασα, ξετρελάθηκα κι είπα να ετοιμάσει κακαβιά για την επόμενη μέρα.





Κι έτσι έγινε. Ξεκινήσαμε την επόμενη μέρα για τον Σχοινόντα, φτάσαμε -αφού περάσαμε από μια παραλία αριστούργημα, νέα ανακάλυψη, δυστυχώς πολύ μικρή γι' αυτό δεν αποκαλύπτουμε το όνομα της!- καθίσαμε στην Αστυφαγιά, στο αγαπημένο μας τραπέζι, η κακαβιά ήρθε και ξαφνικά όλο το ελληνικό καλοκαίρι, μετουσιώθηκε σε ένα πιάτο, σε γεύσεις που σου φέρνουν δάκρυα ευτυχίας στα μάτια, και δεν θες να τελειώσει το καλοκαίρι, δεν θες να φύγεις από τη θάλασσα που έχεις δίπλα σου. Όλο το Αιγαίο συμπυκνωμένο σε μια σούπα ιδανικά πηχτή που όσο περνούσε η ώρα γινόταν όλο και καλύτερη! Θεϊκή γεύση κυριολεκτικά!

Κι έτσι πια η Αστυπάλαια είναι "το κατσικάκι του Οργανάκη" κι "η κακαβιά στην Αστυφαγιά", γιατί κάθε τόπος που αγαπάμε αποκτά γευστικές σταθερές!

*Το νησί έχει την ατυχία λόγω γεωγραφικής θέσης να έχει άθλια ακτοπλοϊκή σύνδεση, με πλοία να φτάνουν στις 3 το πρωί και να φεύγουν για Πειραιά στις 5. Υπάρχει μόνο ένα δρομολόγιο προς το νησί, που είναι -ας το πούμε λογικό- και φεύγει μόνο κάθε Κυριακή στις 8 το πρωί από τον Πειραιά. Ευτυχώς που έχει αεροδρόμιο, είναι μια λύση, ακριβή μεν αλλά προτιμάται.