Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2009

Bon Appetit!

(cook-cinema No.4)


''Julie & Julia''  





 Σήμερα θα μιλήσουμε για την ταινία  ''Julie & Julia''   την οποία σκηνοθέτησε η γνωστή Αμερικανίδα σκηνοθέτης Nora Ephron 


Όπως ίσως θυμάστε - κι αν δεν θυμάστε, σίγουρα κάπου θα το έχετε διαβάσει αυτές τις μέρες - η ταινία αφορά τις ζωές δύο διαφορετικών γυναικών, που έζησαν σε διαφορετικές εποχές , με μόνο κοινό σημείο το πάθος για μαγειρική. Από τη μια έχουμε την ιστορία της Julia Child , πώς βρέθηκε στο Παρίσι λίγο μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, πώς λάτρεψε τη γαλλική κουζίνα και πώς κατέληξε να γράψει το διασημότερο αμερικάνικο βιβλίο μαγειρικής ('' Mastering the art of french cooking''). Από την άλλη έχουμε μια σύγχρονη νευρωτική Αμερικανίδα , την Julie Powell , που απυηδισμένη από τη βαρετή δουλειά της και τις υπερεπιτυχημένες φίλες της αποφασίζει να μπλογκάρει τις περιπέτειές της καθώς για ένα χρόνο -365 μέρες- προσπαθεί να μαγειρέψει τις 524 συνταγές του περίφημου βιβλίου της Child. To blog γίνεται διάσημο και τα υπόλοιπα... μια χαριτωμένη ταινία.


Οι ιστορίες των δύο γυναικών μπλέκονται πολύ όμορφα κι έξυπνα -το σενάριο είναι καλοδουλεμένο- και δεν ξενίζει το πηγαινέλα από το παρελθόν στο παρόν κι αντίστροφα. Η ιστορία όμως της Julia Child είναι πολύ πιο δυνατή κι ενδιαφέρουσα. Πρωτ'απ'όλα αυτό έχει να κάνει με την ίδια την προσωπικότητα της Child η οποία ήταν μια εντυπωσιακά ψηλή αλλά και πληθωρική γυναίκα που ήξερε να χαίρεται τη ζωή κι είχε μια μοναδική ικανότητα να μεταδίδει αυτό το joie de vivre στον περίγυρό της. Ο διπλωμάτης σύζυγός



 

της τη λάτρευε - η λατρεία ήταν αμοιβαία- κι είναι εκείνος που τη στήριζε σε κάθε βήμα της και στο δύσκολο έργο της να συγγράψει '' το βιβλίο που θα άλλαζε τον κόσμο'' όπως της έλεγε για να της δώσει θάρρος. Μια πολύ τρυφερή κι όμορφη σχέση που αποδόθηκε όπως έπρεπε στην ταινία. Το άλλο ατού αυτής της ιστορίας -αλλά και το μεγαλύτερο της ταινίας- είναι φυσικά η Meryl Streep στο ρόλο της Julia Child. Είναι απολαυστικότατη , είναι εκπληκτική! Όταν τη ρωτά ο σύζυγός της (Stanley Tucci) τι της αρέσει να κάνει κι αυτή του απαντά ''Eat'' , ο τρόπος που λέει αυτήν τη μία και μοναδική λέξη , τα μάτια της που λάμπουν παιχνιδιάρικα και με θέρμη. εκείνη η στιγμή είναι αρκετή για να σε πείσει ότι δεν μιλάμε απλά για μια μεγάλη ηθοποιό αλλά για τη μεγαλύτερη εν ζωή ηθοποιό. Κι ο τρόπος που κόβει το κρεμμύδι -τόνους από κρεμμύδι!- που κόβει τον αστακό , που δένει την πάπια , που γυρίζει ατσούμπαλα την ομελέτα , μα τι πάθος για μαγειρική ήταν αυτό!


Αντίθετα η σύγχρονη ιστορία κινείται πάνω κάτω στο γνωστό μοτίβο των αμερικάνικων γλυκανάλατων κομεντί. Τσακωνόμαστε , μπου χου , I love you , αγκαλίτσες , τσακωνόμαστε , μπου χου , I love you , αγκαλίτσες. Ο χαρακτήρας της Julie Powell δεν είναι ιδιαίτερα συμπαθής , μοιάζει εγωκεντρικός και νευρωτικός. Κάποιες σκηνές στην μικρή της κουζίνα έχουν πλάκα αλλά ο λόγος για τον οποίο ξεκίνησε το όλο εγχείρημα δεν αποσαφηνίζεται. Το έκανε μόνο και μόνο για να γίνει διάσημη , το έκανε ως ένα είδος πρόκλησης στον εαυτό της; Τι ήθελε; Για να είμαι ειλικρινής δεν μού άρεσε η Amy Adams στο συγκεκριμένο ρόλο. Ανήκει στην κατηγορία εκείνη των άχρωμων ηθοποιών που είναι να απορείς πώς καταφέρνουν και κάνουν καριέρα. Νομίζω ότι είναι κι ένας λόγος που όλο το ενδιαφέρον του θεατή πέφτει πάνω στην πρώτη ιστορία. Πληθωρική προσωπικότητα (Julia Child) - πληθωρική ηθοποιός (Meryl Streep) από τη μια , αδιάφορη προσωπικότητα (Julie Powell) - αδιάφορη ηθοποιός (Amy Adams ) από την άλλη.


Στο τέλος όμως αυτό που σου μένει είναι η βαριά φωνή της Julia (Meryl) να σου εύχεται :


''Bon appetit''!


Trivia: Η Julia Child μετά την έκδοση του βιβλίου έκανε για χρόνια και μια σειρά τηλεοπτικών εκπομπών , στις οποίες δεν δίσταζε να κάνει και λάθη! Για παράδειγμα στο γύρισμα μιας ομελέτας η μισή φεύγει από το τηγάνι αλλά εκείνη δεν πτοείται. Κάποτε στο περίφημο Saturday night live ο Dan Aykroyd έκανε ένα πολύ αστείο σκετσάκι παριστάνοντας την Julia Child. Αυτό το σκετσάκι το βλέπουμε και στην ταινία κι είναι πραγματικά πολύ αστείο. Κι απ'ότι λέγεται το λάτρευε κι η ίδια η Julia Child!



Δείτε εδώ πώς η Julia (Meryl) γυρίζει την ομελέτα.

Υ.Γ.: Βούτυρο , βούτυρο , βούτυρο!!! Πρέπει να καταναλώθηκαν απίστευτες ποσότητες βούτυρο κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων!
Υ.Γ.2: Μετά από αυτο το έκτακτο παράρτημα ,το cook-cinema την επόμενη φορά ξαναγυρίζει στο παρελθόν.

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2009

Καθήλωση.


Ως φίλη της αστυνομικής λογοτεχνίας δεν μπορώ παρά να ομολογήσω ότι καθηλώθηκα με το βιβλίο που μόλις τελείωσα. ''Το κορίτσι με το τατουάζ'' του μακαρίτη Σουηδού Stieg Larsson είναι ένα από τα πιο συγκλονιστικά βιβλία που έχω διαβάσει ποτέ κι είναι κάτι περισσότερο από ένα ακόμη αστυνομικό μυθιστόρημα. Είναι το αποτύπωμα μιας κοινωνίας που φαντάζει ιδανική αλλά κάτι σαθρό γκρεμίζει αυτήν την φαντασίωση , είναι το άνοιγμα ''ντουλαπιών'' που ζέχνουν διαστροφή κι υποκρισία και κρύβουν τις πιο σκοτεινές ψυχές. Είναι η ιστορία δύο διαφορετικών αλλά κατά παράξενο τρόπο ταιριαστών ανθρώπων που ψάχνουν την αλήθεια πίσω από την εξαφάνιση μιας έφηβης σχεδόν 40 χρόνια πριν. Κι εκεί στην αναζήτηση της αλήθειας , ερχονται πρόσωπο με πρόσωπο με μια φρικτή περίπτωση serial killer.
Θα σταθώ κυρίως σ'ένα ζήτημα που μοιάζει να απασχολεί ιδιαίτερα τον συγγραφέα. Την κακοποίηση των γυναικών. Μέσα στο βιβλίο υπάρχουν περιπτώσεις κακοποίησης , βιασμών , δολοφονιών γυναικών αλλά πριν από κάθε κεφάλαιο ο ίδιος ο συγγραφέας παραθέτει στατιστικά στοιχεία που αφορούν τη χώρα του και τα όσα παραθέτει είναι ιδιαίτερα ανησυχητικά. Σοκαριστικά μεγάλα τα νούμερα που αφορούν γυναίκες που έχουν απειληθεί από άντρες , που έχουν υποστεί αντρική βία , που έχουν υποστεί σεξουαλική βία έξω από το πλαίσιο των σχέσεών τους και κυρίως που έχουν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση και δεν το έχουν καταγγείλει στην αστυνομία. Διαβάζοντας αυτά τα στατιστικά στοιχεία και διαβάζοντας τις σκηνές κακοποίησης που υπάρχουν στο βιβλίο , δεν μπορείς να κατηγορήσεις τον συγγραφέα για υπερβολή. Το μόνο παρήγορο είναι ότι σε δύο περιπτώσεις στο βιβλίο η κακοποιημένη γυναίκα εκδικείται αλλά και πάλι αυτό δεν είναι αρκετό για να κλείσουν πληγές που θα μείνουν βασανιστικά ανοιχτές ...
Θα σταθώ και σ'ένα άλλο στοιχείο που έχει ενδιαφέρον κι αναφέρεται από τον κο. Πιμπλή στον πρόλογο. Στα αστυνομικά μυθιστορήματα με καταγωγή τη Νότια Ευρώπη , δε συναντά κανείς εύκολα serial killer ή τόσο σκοτεινές και διαστροφικές ψυχές. Τα εγκλήματα εδώ κάτω , λουσμένα από το φως είναι πιο , πώς να το πει κανείς ,....χμμ ....εγκλήματα πάθους ίσως , όχι πάντως προμελετημένα, ψυχρά και βάσει σχεδίου. Και κυρίως δεν κρύβουν τόση διαστροφή. Συνήθως...
Τέλος πρέπει να επισημανθεί ότι :
1) Το βιβλίο ''Το κορίτσι με το τατουάζ'' είναι το πρώτο μέρος μιας τριλογίας με τον τίτλο millenium. Η οποία τριλογία σαρώνει διεθνώς με το πρώτο βιβλίο να έχει κερδίσει πλήθος βραβείων- Τι κρίμα και τι ειρωνεία που ο συγγραφέας πέθανε μόλις λίγο καιρό μετά, αφού είχε παραδώσει τα χειρόγραφά του. Αναρωτιέμαι αν είχε φανταστεί ποτέ τέτοιον θρίαμβο. Στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός απ'όπου μόλις κυκλοφόρησε το δεύτερο μέρος ''Το κορίτσι που έπαιζε με τη φωτιά''.
2) Έχει γυριστεί και σε ταινία η οποία παίζεται από 1η Οκτωβρίου στους κινηματογράφους , οπότε όποιος βαριέται να διαβάσει τις 600 τόσες σελίδες του βιβλίου έχει...εναλλακτική λύση!
3) Έχει ενδιαφέρον ο σουηδικός τίτλος του βιβλίου -και της ταινίας: '' Οι άντρες που μισούσαν τις γυναίκες''. Δεν ξέρω γιατί αλλά αυθόρμητα μού ήρθε στο νου η ταινία του Φρανσουά Τρυφώ '' Ο άντρας που αγαπούσε τις γυναίκες''! Ευτυχώς...
Υ.Γ.: Όποιος έχει διαβάσει το βιβλίο ή έχει δει την ταινία ας μού γράψει εντυπώσεις.
Υ.Γ.2 (μονολογώντας) : Πολύ Σκανδιναβία έχει ενσκήψει τον τελευταίο καιρό σε τούτο το ''από πού ήρθε και πού πάει άραγε;'' blog!

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2009

Babette's feast.

(cook-cinema No.3)



H ταινία Η γιορτή της Μπαμπέτ είναι άπό τις πιο όμορφες και πιο τρυφερές που έχουν γυριστεί με θέμα τη χαρά του τρώγειν! Γυρισμένη το 1987 με πρωταγωνίστρια τη Stephane Audran -ένα από εκείνα τα υπέροχα πλάσματα για τα οποία λέγαμε προ ημερών- και σκηνοθετημένη από τον Gabriel Axel κατάφερε κι απέσπασε το Oscar καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας εκείνη τη χρονιά.

Το σενάριο είναι διασκευή νουβέλας της γνωστής Δανέζας συγγραφέως Κάρεν Μπλίξεν κι η όμορφη ιστορία μας έχει ως εξής:

Είμαστε μετά τα μέσα του 19ου αιώνα και σ'ένα μικρό ψαροχώρι στις ακτές της Δανίας ζουν δύο αδερφές γεροντοκόρες , θρησκόληπτες και πιστές στην εκκλησία που ίδρυσε ο πάστορας πατέρας τους. Η ζωή στο χωριό είναι ήρεμη και μονότονη κι η μόνη ''παραφωνία'' μοιάζει να είναι η Μπαμπέτ. Η Μπαμπέτ είναι Γαλλίδα κι οικιακή βοηθός των δύο γυναικών. Βρέθηκε πριν χρόνια σ'εκείνες τις βόρειες ακτές έχοντας χάσει την οικογένειά της στα γεγονότα της Κομμούνας του Παρισιού και κυνηγημένη η ίδια. Το μόνο που τη συνδέει με την πατρίδα είναι ένα...λαχείο , το οποίο κάθε χρόνο ανανεώνει μια φίλη της. Η ζωή στο χωριό κυλά ήρεμα μέχρι που μια μέρα ειδοποιείται η




Μπαμπέτ ότι κέρδισε 10000 φράγκα σ'εκείνο το λαχείο! Κι εκείνη για να δείξει την ευγνωμοσύνη της στις δύο αδερφές που τη δέχτηκαν εκείνα τα δύσκολα χρόνια , αποφασίζει να ετοιμάσει ένα αξέχαστο γεύμα... γαλλικών προδιαγραφών για εκείνες και κάποιους καλεσμένους που θα μαζευτούν για να γιορτάσουν τη μνήμη του πάστορα. Η Μπαμπέτ εξαφανίζεται για λίγες μέρες κι επιστρέφει με οτιδήποτε δεν ...γνώριζαν οι ταπεινοί κάτοικοι αυτού του χωριού! Η κουζίνα της Μπαμπέτ παίρνει φωτιά για να ετοιμάσει πιάτα όπως: ''Χελωνόσουπα'' , ''Μπλίνι με χαβιάρι'' , ''Ορτύκι σε σφολιάτα με φουά γκρα και τρούφα'' κι επίσης χρώματα κι αρώματα φρούτων , τυριών , κρασιών ...πράματα και θαύματα που τούτο το χωριό δεν είχε ξαναδεί! Την κοιτούν σαστισμένοι , απορημένοι. Κι όταν έρχεται η μέρα της γιορτής οι συνδαιτημόνες μοιάζουν καχύποπτοι και φοβισμένοι! Όλες όμως οι αντιστάσεις τους κάμπτονται


 

όταν γεύονται τις πρώτες μπουκιές και κυρίως όταν πίνουν τις πρώτες γουλιές φίνων γαλλικών κρασιών. Τα πρόσωπα ροδοκοκκινίζουν , τα μάτια λάμπουν , οι καρδιές ζεσταίνονται -''οίνος ευφραίνει καρδίαν'' γαρ- , η γλώσσα λύνεται -''in vino veritas'' !- , ακούγονται γέλια , εξομολογήσεις κι έστω για μια βραδιά τούτοι οι απλοί -μιας λιτής ζωής- άνθρωποι είναι πραγματικά ευτυχισμένοι... Γιατί κι η ευτυχία όπως κι αν το κάνουμε...κι εκείνη περνά από το στομάχι , έτσι δεν είναι!




Οι αλλαγές που συντελούνται στη συμπεριφορά αυτών των κατα τ'άλλα αυστηρών αρχών ανθρώπων - ανθρώπων που έχουν μάθει στην αυτοπειθαρχία και να πνίγουν φιλοδοξίες και ερωτικά σκιρτήματα- είναι ένα θαύμα και θαυματοποιός δεν είναι άλλη από τη Μπαμπέτ κι οι ''μαγικές'' της ικανότητες να μετουσιώνει τη γεύση σε χαρά (...και μια ελαφρά σιελόρροια!!!). Οι σκηνές κατά τις οποίες γίνονται οι προετοιμασίες του γεύματος είναι μοναδικές και λεπτοδουλεμένες , φτάνει να δει κανείς πώς ετοιμάζει εκείνα τα ορτύκια και πώς τα τυλίγει με εκείνη τη σφολιάτα! Εξαιρετική!

Τέλος η ταινία θεωρείται μια από τις πιο πετυχημένες διασκευές βιβλίων για τον κινηματογράφο και τη Γαλλίδα Stephane Audran πλαισιώνουν παλιοί Δανοί ηθοποιοί γνωστοί κι από ταινίες του Ίνγκμαρ Μπεργκμαν και του Καρλ Ντράγιερ , όπως η Μπίμπι Άντερσον κι ο Γιαρλ Κούλε.

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2009

Martha Vs. Kate


(cook-cinema No.2)

Η αμερικάνικη κινηματογραφική βιομηχανία έχει τη συνήθεια να καραδοκεί πάνω από τις μικρές και μεγάλες οθόνες της Γηραιάς Ηπείρου (κυρίως Αγγλία & Γαλλία) έτσι ώστε να καταφέρει να κλέψει -επίσημα βέβαια- καμιά ιδέα και να τη μετατρέψει με την κατάλληλη επεξεργασία σε blockbuster.
Στο σημερινό cook-cinema δύο κινηματογραφικές σεφ μια Γερμανίδα και μια Αμερικανίδα , ακονίζουν τα μαχαίρια τους. Με άλλα λόγια μια γερμανική ταινία κι η αμερικανική βερσιόν της έρχονται αντιμέτωπες:




Γερμανική ταινία του 2001 σε σκηνοθεσία Σάντρα Νέτελμπεκ όπου μας μαγειρεύει η Μάρτα

έρχεται σε ''σύγκρουση'' με την αμερικάνικη απόδοσή της



No Reservations (ε.τ. ''Έχετε κάνει κράτηση;'' )
ταινία του 2007 σκηνοθετημένη από τον Σκοτ Χικς , όπου μας μαγειρεύει η Κέιτ!

Σενάριο: Οι Αμερικανοί δεν μπήκαν στον κόπο να πρωτοτυπήσουν στο ελάχιστο κι έτσι η ιστορία είναι ακριβώς η ίδια και στις δύο ταινίες , εκτός από μία λεπτομέρεια που δεν ''παίζει'' στην αμερικάνικη. Έχουμε και λέμε: Μεσήλικη σεφ στο Αμβούργο (Νέα Υόρκη αντίστοιχα), μοναχική , μονόχνωτη ,ψυχρή, στην κυριολεξία εργάζεται με πάθος και διευθύνει με αυστηρότητα την μπριγάδα της στην κουζίνα φημισμένου εστιατορίου της πόλης. Μέγας καλλιτέχνης της γαστρονομίας , αφοσιωμένη αποκλειστικά στην καριέρα της, βραβευμένη με αστέρια, λατρεύεται από προσωπικό και φανατικούς πελάτες του εστιατορίου. Το πάθος κυριαρχεί στη δουλειά της αλλά όχι στη ζωή της. Ζει μόνη , όταν έχει ρεπό... πάλι μαγειρεύει και η ρουτίνα της είναι δουλειά-σπίτι , οι πρωινές επισκέψεις στην κεντρική αγορά για πρώτες ύλες κι η εβδομαδιαία επίσκεψη στον ψυχαναλυτή. Η ρουτίνα αυτή ανατρέπεται όταν σκοτώνεται η αδερφή της κι αναλαμβάνει την κηδεμονία της ανιψιάς της. (Σημ: Στη γερμανική ταινία ο πατέρας ανακαλύπτεται μετά από ψάξιμο κι είναι ένας Ιταλός φορτηγατζής ενώ στην αμερικάνικη ο πατέρας είναι πανάγνωστος και σε 5 δευτερόλεπτα η ταινία έχει τελειώσει με αυτό το θέμα!). Η παρουσία της μικρής αναστατώνει την καθημερινότητά της , την αποδιοργανώνει. Τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα όταν μετά από λογομαχία με πελάτη , η ιδιοκτήτρια της δίνει υποχρεωτική άδεια κι επιστρέφοντας στο εστιατόριο μετά από μια εβδομάδα ανακαλύπτει στη θέση της έναν αλέγκρο κι άξεστο Ιταλό (Αμερικανό που έμαθε να μαγειρεύει ατην Ιταλία αντίστοιχα ) που αρέσκεται να τραγουδά άριες από ιταλικές όπερες στη δική της κουζίνα , κάνει αστεία με το προσωπικό της , το φαγητό του αρέσει στους πελάτες ,ει δυνατόν! Η Μάρτα (Κέιτ) αισθάνεται να απειλείται. Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη , σιγά σιγά όμως η ψυχρή μας σεφ μαλακώνει κι έτσι αναπόφευκτος , εν καιρώ, είναι κι ο έρωτας. Αλλά και μια νέα αρχή , κοινή μάλιστα! Ως εκ τούτου : The (happy) end.
Bella Martha - No reservations: Σημειώσατε 1. Η γερμανική ταινία λειτουργεί καλύτερα σε πολλά επίπεδα. Η ψυχοσύνθεση της ηρωίδας δομείται καλύτερα ,ως Γερμανίδα η ψυχρότητα και η σοβαρότητα του χαρακτήρα είναι κατά κάποιο τρόπο δεδομένα. Αυτά ακριβώς τα στοιχεία έρχονται σε χτυπητή αντίθεση με την μεσογειακή αλεγκρία του Ιταλού σεφ. Η σχέση της με την ιδιοκτήτρια του εστιατορίου έχει ενδιαφέρον. Δεν τη φοβάται αλλά στη γερμανική ταινία ο χαρακτήρας της ιδιοκτήτριας είναι ιδιαίτερα σκληρός σε αντίθεση με την Αμερικανίδα που είναι πιο ανθρώπινη. Τέλος η σχέση της με την ανιψιά της. Δύσκολη , χωρίς οικειότητα στην αρχή, πολλές συγκρούσεις , θα απαιτηθεί καιρός για να μπορέσει να λειτουργήσει μια αναπόφευκτη συγκατοίκηση που στο τέλος θα γίνει μόνιμη. Αντίθετα στην αμερικάνικη είναι ...το κλασσικό αμερικάνικο μοτίβο: τσακωμός , δάκρυα , αγκαλιά , I love you , τσακωμός , δάκρυα , αγκαλιά , I love you και πάει λέγοντας. Αλλά κι οι σχέσεις της με κάποιους άλλους χαρακτήρες , τον ψυχαναλυτή , τον γείτονα , το προσωπικό έχουν μελετηθεί καλύτερα στη ''Martha'' και δεν μοιάζουν άστοχες κι αναίτιες όπως συμβαίνει με την Kate.
Οι σκηνές στην κουζίνα στη ''Martha'' έχουν νεύρο κι ένταση και ο χώρος παίρνει φωτιά από την υπερένταση , κάτι που δεν το νιώθεις στις αντίστοιχες σκηνές της αμερικάνικης ταινίας.
Martina Gedeck - Catherine Zeta-Jones : Σημειώσατε 1. Όταν ακούς την Gedeck να περιγράφει τα πιάτα που δημιουργεί , πώς τα δημιουργεί , με τι τα δημιουργεί ...σού τρέχουν τα σάλια! Κι είναι φανερό ότι η ηθοποιός εξασκήθηκε στην κουζίνα. Έχει μια άνεση που δεν την έχει η Jones στο ''No reservations''. Αντίθετα όταν η Jones περιγράφει ένα πιάτο μοιάζει περισσότερο να απαγγέλει μια σειρά από υλικά και γενικά δίνει την εντύπωση ότι απλά ...περιφέρεται. Στην κουζίνα , στην πόλη , στην ταινία , άνευρη κι υποτονική. Η Μάρτα της Μαρτίνα δεν διστάζει να αποκαλύψει τις νευρώσεις της , τον δύσκολο και στριφνό χαρακτήρα της, ενώ η Κέιτ της ...Κάθριν απλά κοιτάζει τον φακό!
Δεν αντιπαραβάλλω τους δύο άρρενες που έρχονται κι αναστατώνουν τη ζωή των δύο σεφ , γιατί κι οι δύο μού είναι συμπαθέστατοι στους ρόλους τους. Σίγουρα καλύτερος είναι ο Sergio Castellito που παίζει στη γερμανική ταινία , ως γνήσιος Ιταλός είναι και πιο...τσαχπίνης! Αλλά κι ο Aaron Eckhart δεν τα πάει κι άσχημα και γενικά δίνει μια ώθηση στην ταινία που είναι αναγκαία λόγω της υποτονικής Jones.

Όσον αφορά τις ανιψιές , η Γερμανίδα είναι σκληρό καρύδι ενώ η Αμερικανιδούλα την περισσότερη ώρα κλαίει...και ξέρετε...αγκαλιά , I love you , αγκαλιά , I love you κοκ
Και το συμπέρασμα: Κι η μαγειρική κι η ζωή χρειάζονται πάθος αλλά κι αφοσίωση. Ό,τι κι αν δημιουργείς είτε στη μικρή κουζίνα του σπιτιού σου είτε στη μεγάλη κουζίνα που άλλοτε σιγοβράζει κι άλλοτε κοχλάζει , την ίδια τη ζωή δηλαδή , δημιούργησέ το και πρόσφερέ το με γνώση , με κατάθεση ψυχής.





Ε , Μάρτα, να σου εξηγήσω πώς φτιάχνουμε στην πατρίδα σπαγκέτι αλα μάμα!




-Ε , Νικ , ξέρεις ποια είναι τα 3 μυστικά της γαλλικής κουζίνας;
- 1.Βούτυρο , 2.βούτυρο , 3.βούτυρο!!!

Η ''Bella Martha'' πέρασε σχεδόν απαρατήρητη όταν παίχτηκε στη χώρα μας. Τότε η πρωταγωνίστρια, η Μαρτίνα Γκέντεκ, δεν είχε γίνει γνωστή. Αργότερα με τις ταινίες ''Οι ζωές των άλλων'' και '' Το σύμπλεγμα Μπάαντερ Μάινχοφ'' ευτυχώς ένα μεγαλύτερο κοινό έμαθε αυτήν την πολύ καλή Γερμανίδα ηθοποιό. Αντίθετα το ''No reservations'' παρότι υπολείπεται της γερμανικής πήγε πολύ καλύτερα εισπρακτικά προφανώς λόγω της πρωταγωνίστριας αλλά και της πολύ καλής κι έξυπνης διαφημιστικής εκστρατείας.
Υ.Γ.: Στα δύο επόμενα cook-cinema θα βρεθούμε σε άλλες εποχές!

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2009

Ένας ''Μοναχός'' κι ένας ''Λύκος''.

(Ένα μικρό post αφιερωμένο σε δύο αγαπημένους ήρωες)



Όπου ο ''Μοναχός'' δεν είναι άλλος από τον συμπαθέστατο ντετέκτιβ Monk της ομώνυμης τηλεοπτικής σειράς. Ο Monk είναι ένας ευφυέστατος πρώην αστυνομικός που δουλεύει πια ως ντετέκτιβ κι έχει το χάρισμα να λύνει τις πιο δύσκολες υποθέσεις με μια ας το πούμε αλα Σερλοκ Χολμς μέθοδο. Η ιδιοφυία του όμως έρχεται σε σύγκρουση με τις διάφορες ιδιομορφίες , τις φοβίες -αμέτρητες!- κι εμμονές του που προέρχονται από μια ψυχαναγκαστική διαταραχή που τον ταλαιπωρεί. Όλα ξεκίνησαν όταν η πολυαγαπημένη σύζυγός του σκοτώθηκε σε ενέδρα που μάλλον προοριζόταν γι'αυτόν. Η απώλεια , ο νευρικός κλονισμός που ακολούθησε , τον ανάγκασαν να φύγει από το Σώμα , οι επισκέψεις στον ψυχαναλυτή έγιναν μόνιμες κι επίμονες όπως επίμονες παραμένουν οι εμμονές του. Παραταύτα ο Monk τα καταφέρνει περίφημα ως ντετέκτιβ πια , βγάζει ασπροπρόσωπη την αστυνομική δύναμη του Σαν Φρανσίσκο αλλά πραγματικά φτάνει στα όρια την υπομονή των φίλων του αστυνομικών και της βοηθού του με τις ιδιομορφίες του.
Κι έτσι προκύπτει μια γλυκόπικρη σειρά με ήρωα έναν μοναχικό άνθρωπο που ταλαιπωρείται από τις ίδιες του τις ιδιορρυθμίες , έναν άνθρωπο που παλεύει να γίνει κανονικός, να μην χρειάζεται χάπια , ψυχαναλυτές , και να μην τον ακολουθούν οι χιλιάδες φοβίες που τον βασανίζουν. Η σειρά είναι βέβαια χιουμοριστική αλλά το βλέμμα του Monk πότε πότε σου αφήνει έναν κόμπο στο λαιμό. Η σειρά εννοείται ότι οφείλει τη μεγάλη της επιτυχία στον ηθοποιό που ενσαρκώνει τον Monk , που δεν άλλος από τον Tony Shalloub - έχει βραβευτεί 3 φορές με EMMY για τον ρόλο του αυτό! Η σειρά είναι γυρισμένη στο San Francisco κι έχει ένα πολύ όμορφο intro όπου ακούγεται ένα τραγούδι του Randy Newman , το ''It's a jungle out there''. Μου αρέσει ιδιαίτερα η τελευταία σκηνή του intro. Νομίζω ότι τα λέει όλα! (Δυστυχώς δεν κατάφερα να βρω το αυθεντικό intro , όποιος όμως το έχει δει καταλαβαίνει τι εννοώ).




Όπου ο ''Λύκος'' δεν είναι άλλος από τον Varg (= λύκος στα Νορβηγικά) , τον Varg Veum τον ήρωα των αστυνομικών μυθιστορημάτων του Νορβηγού συγγραφέα Γκούναρ Στόλεσεν . Κι ο Varg είναι ντετέκτιβ ,κι είναι κι αυτός ένας μοναχικός άνθρωπος που βασανίζεται κι αυτός από τις δικές του εμμονές. Όχι , όχι , δεν ταλαιπωρείται από κάποια ψυχαναγκαστική διαταραχή όπως ο συνάδελφός του Monk , αλλά έχει κι αυτός διάφορα που τον βασανίζουν . Ο Varg βλέπετε έχει την τάση να μπλέκεται ο ίδιος προσωπικά στις υποθέσεις περισσότερο απ'όσο μας έχουν συνηθίσει άλλοι ήρωες της αστυνομικής λογοτεχνίας. Και στα δύο βιβλία που έχω διαβάσει από ένα σημείο και πέρα η υπόθεση μοιάζει προσωπική. Τι φταίει; Ίσως οι αναδουλειές στο γραφείο , ίσως ότι σκέφτεται πολύ , μα παρα πολύ. Σχεδόν όλο το βιβλίο είναι οι σκέψεις του Varg , σκέψεις για την υπόθεση , σκέψεις για τον εαυτό του -ο αυτοσαρκασμός του είναι απίστευτος , μερικές φορές και αστείος μέχρι δακρύων , μού αρέσει που δεν χαρίζεται στον εαυτό του , τού τα λέει ένα χεράκι!- σκέψεις για την αγαπημένη του πόλη το Μπέργκεν , έτσι όπως την περιγράφει ο συγγραφέας έχεις την εντύπωση ότι είσαι εκεί , την βλέπεις μπροστά σου να ξεδιπλώνεται. , σκέψεις και για την ιστορία της πόλης και των ανθρώπων της... Ο Varg -πρώην κοινωνικός λειτουργός και διαζευγμένος- από την άλλη, πίνει πολύ-μα παρα πολύ- αλλά και γυμνάζεται πολύ -τρέχει πολύ μα παρα πολύ , του λείπει ο γιος του που δεν βλέπει συχνά , του λείπει η ανθρωπιά - βλέπετε ο ίδιος είναι από τους πιο βαθιά ανθρώπινους κι ευαίσθητους χαρακτήρες που έπλασε ποτέ η αστυνομική λογοτεχνία...
Μόνο δύο βιβλία του Γκούναρ Στόλεσεν έχουν εκδοθεί στα Ελληνικά -δυστυχώς . Από τις εκδόσεις Πόλις και τα δύο: ''Στο σκοτάδι όλοι οι λύκοι είναι γκρι'' και ''Μαζί σου ως το θάνατο''. Έχω ανακαλύψει ότι έχουν γυριστεί κάποιες ταινίες με ήρωα τον Varg κι ο ηθοποιός που τον ενσαρκώνει είναι ακριβώς όπως τον είχα φανταστεί διαβάζοντας τα βιβλία! Δυστυχώς δεν νομίζω ότι κάποιος θα ενδιαφερθεί να δείξει αυτές τις ταινίες εδώ στην Ελλάδα ή να μεταφράσει κάποια ακόμη βιβλία του Στόλεσεν . Έτσι αποφάσισα να πάρω την υπόθεση στα χέρια μου και να μάθω Νορβηγικά!


Ο Μοναχός κι ο Λύκος δεν πρόκειται ποτέ να συναντηθούν. Όμως θα παραμείνουν μοναχικοί , με τις εμμονές τους και τα πάθη ή τις φοβίες τους να τους ταλαιπωρούν, λύνοντας δύσκολες υποθέσεις στις αγαπημένες τους πόλεις-παραθαλάσσιες και ιδιαίτερα όμορφες κι οι δύο- και θα παραμένουν αγαπημένοι κι αξιαγάπητοι συντροφεύοντάς μας είτε από τις σελίδες ενός βιβλίου είτε από τη μικρή οθόνη κάποια κυριακάτικα απογεύματα...


-Varg , μέχρι να μάθω Νορβηγικά , θα μιλάμε Ελληνικά , συμφωνείς ;

-Hva ?????

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2009

L 'aile ou la cuisse!

(cook-cinema No.1)



Η ταινία L'aile ou la cuisse (ελ.τιτ. ''Τι θα πάρετε; Μπούτι ή στήθος;'') είναι μια συμπαθέστατη κομεντί του 1976 που παρουσιάζει από αρκετές πλευρές έντονο γαστρονομικό ενδιαφέρον. Σκηνοθετημένη από τον Κλωντ Ζιντί έχει για πρωταγωνιστή -φαντάζομαι ότι ήδη τον έχετε αναγνωρίσει από την αφίσα της ταινίας- τον φοβερό και τρομερό Λουί ντε Φινές . Εδώ ο αξιαγάπητος κωμικός υποδύεται τον Σαρλ Ντισεμέν έναν σημαντικό κριτικό εστιατορίων ο οποίος κάθε χρόνο εκδίδει το Guide Duchemin , κάτι αντίστοιχο του οδηγού Michelin. Παθιασμένος με τη δουλειά του τρέχει οργώνοντας όλη τη Γαλλία από εστιατόριο σε εστιατόριο


πάντα βέβαια με τη βοήθεια του πιστού του προσωπικού αλλά και των εξωφρενικών του μεταμφιέσεων. Άλλοτε ως σεμνή γριούλα άλλοτε ως Αμερικανός τουρίστας -ίσως η πιο εξωφρενική του μεταμφίεση- ψάχνει , δοκιμάζει κι αποφασίζει ποια εστιατόρια θα αποκτήσουν -κατόπιν αυστηρής κριτικής -τα πολύτιμα αστέρια. Πιστεύει πως σ'αυτήν την γαστρονομική περιπέτεια έχει μαζί του τον γιο του Ζεράρ -τον οποίο υποδύεται ο κωμικός Κολύς - και κληρονόμο του έργου του , φευ όμως ο μονάκριβος υιός ενδιαφέρεται μόνον για καριέρα... σε τσίρκο ως κλόουν! Παραδόξως ο αρχικά απρόθυμος Ζεράρ θα γίνει ο κύριος και πολύτιμος σύμμαχος του εναντίον του μεγιστάνα του έτοιμου φαγητού και θανάσιμου εχθρού του , του Ζακ Τρικατέλ, ο οποίος εξαπολύει πόλεμο εναντίον του Ντισεμέν επειδή εκείνος ''θάβει'' με τις κριτικές του τα εστιατόρια που σερβίρουν τα οικτρά προϊόντα του. Ο Ντυσεμέν αρχικά χάνει τη μάχη με τον φαστ-φουντ μεγιστάνα , σε σημείο να χάσει και την όσφρηση του αλλά και τη γευστική του ικανότητα -κάτι που ισοδυναμεί για εκείνον με την απόλυτη καταστροφή! Ευτυχώς όμως μια επίσκεψη στο εργοστάσιο παραγωγής φαστ-φουντ τροφίμων θα είναι αποκαλυπτική όσο και σουρρεαλιστική! Στο τέλος ενώπιον εκατομμυρίων τηλεθεατών ξεμπροστιάζει τον εχθρό του -κι εχθρό της καλής κουζίνας- και βγαίνει νικητής. Εδώ έγκειται και το μέγιστο ενδιαφέρον της ταινίας. Εν έτει 1976, έστω κι εν μέσω σάτιρας, έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου για την αυξημένη παρουσία του έτοιμου , πλαστικοποιημένου - στην κυριολεξία!- άγευστου κι ανούσιου φαγητού! Παρά το γέλιο που βγάζει μας βάζει σε σκέψεις για το τι τρώμε. Ιδιαίτερα τι τρώμε όταν επισκεπτόμαστε ένα εστιατόριο. Δυστυχώς στις μέρες μας υπάρχουν πολλοί που ασχολούνται με την εστίαση μόνο και μόνο για να βγάλουν γρήγορο χρήμα με γρήγορο φαγητό. Γρήγορο φαγητό αμφίβολης όμως ποιότητας όπου η αμφισβήτηση της ποιότητας ξεκινά από τις πρώτες ύλες -την προέλευσή τους-, αλλά και τη δημιουργία του πιάτου-υπάρχουν εταιρίες που ετοιμάζουν πιάτα εστιατορίου , το μόνο που έχει να κάνει το ''εστιατόριο'' είναι να βάλει σε λειτουργία...το φούρνο μικροκυμάτων!
Από την άλλη τίθεται το θέμα της κριτικής εστιατορίων , γιατί γίνεται και κυρίως πώς γίνεται. Όταν η κριτική εστιάζει κατά τα 3/4 του κειμένου στο ντεκόρ και την εσωτερική διακόσμηση και κατά 1/4 στην αντιγραφή του μενού , τότε προφανώς δεν έχουμε να κάνουμε με κριτική αλλά μια απλή παρουσίαση.
Φύγαμε όμως από το θέμα μας , που ήταν η συμπαθέστατη -κι άκρως προφητική- αλλά ενίοτε γλυκόπικρη αυτή κομεντί. Αν τύχει και την δείτε τουλάχιστον απολαύστε τον ίδιο τον Λουί ντε Φυνές , ο οποίος είναι και εδώ ο γνωστός νευρωτικός εαυτός του. Εντελώς ιδιοσυγκρασιακός ηθοποιός και μοναδικός κωμικός ο Πορτογαλικής καταγωγής Λουί άφησε εποχή με τις γκριμάτσες , τις απίθανες εκφράσεις και τη νευρική φιγούρα του. Όλοι τον θυμόμαστε ως χωροφύλακα του Σεν Τροπέ -στη γνωστή σειρά ταινιών- ως διώκτη του Φαντομά -πάλι σε μια σειρά ταινιών- ως απροσδόκητο Ραμπί Ζακόμπ κι ως μαέστρο που μπλέκεται σε μια ''Ασύλληπτη απόδραση'' στη γνωστή αγγλογαλλική παραγωγή.



Επίλογος: Στο τέλος της ταινίας ο Σαρλ Ντυσεμέν βραβεύεται από τη Γαλλική Ακαδημία για τις υπηρεσίες του , στο δείπνο όμως που παρατίθεται τον περιμένει μια όχι και τόσο ευχάριστη -αλλά αντίθετα ,μάλλον δυσοίωνη- έκπληξη!


Απολαύστε εδώ τον αξεπέραστο Λουί ντε Φινές ως Σαρλ Ντυσεμέν στην τελική μάχη με τον φαστ-φουντ μεγιστάνα. Δε χρειάζεται να γνωρίζετε γαλλικά , οι εκφράσεις των ηθοποιών φτάνουν!
Κι εδώ δείτε τον ως Αμερικανό τουρίστα , ίσως στην πιο αστεία σκηνή της ταινίας!
***************************************************************************
Έτσι ξεκινά το αφιέρωμά μας σε ταινίες που έχουν άμεση ή έμμεση σχέση με τη γαστρονομία. Για το όνομα του αφιερώματος ευχαριστώ τον tyler ! Στο επόμενο cook-cinema έχουμε το κονταροχτύπημα -ή μάλλον καλύτερα το κουταλοχτύπημα- δύο ταινιών!